- ανακαινίζομαι
- ανακαινίζομαι, ανακαινίστηκα, ανακαινισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀνακαινίζομαι — ἀνακαινίζω renew pres ind mp 1st sg ἀνακαινίζω renew pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανακαινούμαι — όομαι, Α αρχίζω να ανακαινίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνακαινοῦμαι «ανανεώνομαι, αναζωπυρώνομαι»] … Dictionary of Greek
συνανακαινίζομαι — Α ανακαινίζομαι κι εγώ … Dictionary of Greek